- βαρυπένθητος
- βαρυπένθητος, -ον (Α)αυτός που έχει βαρύ πένθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πενθητος < πενθώ (-έω) < πένθος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρυπενθήτους — βαρυπένθητος mourning heavily masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)